-
1 κατασβέννυμι
A- σβῶσαι Herod.5.39
:—put out, quench,κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῦρ Il.21.381
, cf. 16.293 (tm.), E. Or. 697, etc.: metaph., ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει; who shall dry it up? A.Ag. 958, cf. Th. 584; κ. βοήν, ἔριν, quell noise, strife, S.Aj. 1149, OC 422; D.;τὰς ἡδονάς Pl. Lg. 838b
;τὴν δυσχέρειαν Id.Prt. 334c
;τὴν ταραχήν X.Cyr.5.3.55
;Χολήν Herod.
l. c.; κ. τὰ τραύματα heal them, Luc.DMar.11.1.II [voice] Pass., [tense] fut. - σβήσομαι (v. infr.), with [tense] aor. 2 and [tense] pf. [voice] Act., go out, be quenched, καιόμενον τὸν Χρυσὸν κατασβῆναι ([tense] aor. 2) Hdt.4.5;κατασβεσθῆναι τὴν πυρήν Id.1.87
; ὁ κάνθαρος (i. e. the Sun)- σβήσεται PMag.Lend.V.2.18
: metaph.,κλαυμάτων πηγαὶ.. κατεσβήκασι A.Ag. 888
; of tumours,κατέσβη Hp.Epid.1.1
; κατασβεννύμενος, of passion, Pl.R. 411c;κατασβεσθεὶς ταῖς ἐλπίσιν Plu.2.168f
; of the wind, Id.Tim.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασβέννυμι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский